-
1 συγκομιδή
-
2 συγκομιδῇ
-
3 συγκομιδη
ἥ1) сбор, уборка(τῶν ἐκ γῆς καρπῶν Plat., Arst.; σίτου Xen., Polyb.)
2) переселение, наплыв(ἐκ τῶν ἀγρῶν ἐς τὸ ἄστυ Thuc.)
-
4 συγκομιδή
συγκομιδήgathering in: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
5 συγκομιδή
η1) уборка урожая;στη συγκομιδή — во время уборки урожая;
2) урожай;3) перен. накопление, обогащение -
6 συγκομιδή
[синкомиди] ооа. Θ. сбор урожая, уборка, урожай,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > συγκομιδή
-
7 συγκομιδή
[синкомиди] ооа. Θ. сбор урожая, уборка, урожай. -
8 συγκομιδή
la collita -
9 συγκομιδή
συγκομ-ῐδή, ἡ, of harvest,A gathering in,ἐν καρποῦ ξυγκομιδῇ ἦσαν Th.3.15
;σ. τῶν ἐκ γῆς καρπῶν Pl.Tht. 149e
, etc.;τῶν ὡραίων Id.Lg. 845e
;σίτου X.HG7.5.14
: abs., ingathering, harvest, PCair. Zen.225.9 (iii B.C.), IG22.1100.28 (ii A.D.), PFlor.175.25 (iii A.D.), etc.: cf.συγκομίζω 1.2
.2 in pass. sense, being gathered together, crowding,ἐκ τῶν ἀγρῶν ἐς τὸ ἄστυ Th.2.52
.3 σ. ἱστορίας compiling of history, Hdn.1.1.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συγκομιδή
-
10 συγκομιδή
συγ-κομιδή, ἡ, das Zusammentragen, -bringen, bes. das einernten -
11 ξυγκομιδή
συγκομιδή, συγκομιδήgathering in: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
12 συγκομιδαί
συγκομιδήgathering in: fem nom /voc pl -
13 συγκομιδήν
συγκομιδήgathering in: fem acc sg (attic epic ionic) -
14 урожай
урожа||йм1. ἡ σοδιά, ἡ ἐσοδεία, ἡ συγκομιδή:уборка \урожайя ἡ συγκομιδή· собирать \урожай συγκομίζω, σοδιάζω·2. прям., перен (изобилие) ἡ ἀφθονία, ἡ ἄφθονη συγκομιδή:\урожай на фрукты ἀφθονία φρούτων. -
15 уборка
-
16 уборочный
уборочный: \уборочный комбайн η θεριστική μηχανή; \уборочныйая кампания η συγκομιδή* * *убо́рочный комба́йн — η θεριστική μηχανή
убо́рочная кампа́ния — η συγκομιδή
-
17 уборка
уборк||аж1. (помещения и т. п.) τό καθάρισμα, τό συγύρισμα:генеральная \уборка ἡ γενική καθαριότητα· сделать \уборкау συγυρίζω, συμμαζεύω·2. с.-х. ἡ συγκομιδή, τό μάζεμα:\уборка урожая ἡ συγκομιδή, τό μάζεμα τής σοδειάς. -
18 ξυγκομιδή
-
19 ξυγκομιδῇ
-
20 συγκομιδήι
См. также в других словарях:
συγκομιδῇ — συγκομιδή gathering in fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκομιδή — gathering in fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκομιδή — η, ΝΑ, και αττ. τ. ξυγκομιδή Α [συγκομίζω] συλλογή και μεταφορά γεωργικού προϊόντος από τον τόπο καλλιέργειας στον τόπο επεξεργασίας ή αποθήκευσης («συγκομιδὴ τῶν ἐκ τῆς γῆς καρπῶν», Πλάτ.) νεοελλ. 1. συνεκδ. το σύνολο τών καρπών που… … Dictionary of Greek
συγκομιδή — η 1. συγκέντρωση και αποθήκευση γεωργικών προϊόντων: Δεν άρχισε ακόμη η συγκομιδή των καρπών. 2. το σύνολο των καρπών που συγκομίζονται: Φέτος ήταν πλούσια η συγκομιδή. 3. γενικά συλλογή και αποταμίευση, θησαύρισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξυγκομιδῇ — συγκομιδῇ , συγκομιδή gathering in fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυγκομιδή — συγκομιδή , συγκομιδή gathering in fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκομιδῆι — συγκομιδῇ , συγκομιδή gathering in fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκομιδαῖς — συγκομιδή gathering in fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκομιδαί — συγκομιδή gathering in fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκομιδῆς — συγκομιδή gathering in fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκομιδήν — συγκομιδή gathering in fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)